- γραφογνώμονας
- οο γραφολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + γνώμων (-ονας). Η λ. γραφογνώμονες πληθ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek